Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπεραμπέχω
View word page
ὑπερ-αισχῡ́νομαι
ὑπεραισχῡ́νομαιmid.vbaor.pass.ptcpl.w.mid.sens.
ὑπεραισχυνθείς
be exceedingly ashamedsts. w. ἐπί + dat.over sthg. Aeschin. of a young manbe extremely shybefore women w.prep.phr.in the presence of womenMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεραισχῡ́νομαι
Headword (normalized):
ὑπεραισχῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραισχυνομαι
IDX:
40848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40849
Key:
ὑπεραισχῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αισχῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αισχῡ́νομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.pass.ptcpl.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>ὑπεραισχυνθείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be exceedingly ashamed<Expl>sts. <GLbl>w. <Ref>ἐπί</Ref> + dat.</GLbl>over sthg.</Expl></Tr> <Au>Aeschin.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a young man</Indic><Tr>be extremely shy<Expl>before women</Expl></Tr> <Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>in the presence of women<Au>Men.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραισχῡ́νομαι'}