Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
View word page
ὑπέρ-αισχρος
ὑπέραισχροςονadjαἰσχρός exceedingly uglyX.

ShortDef

exceeding foul

Debugging

Headword:
ὑπέραισχρος
Headword (normalized):
ὑπέραισχρος
Headword (normalized/stripped):
υπεραισχρος
IDX:
40847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40848
Key:
ὑπέραισχρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-αισχρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>αισχρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἰσχρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>exceedingly ugly</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέραισχρος'}