Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρᾱ
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλκής
View word page
ὑπερ-αιμέω
ὑπεραιμέωcontr.vbαἷμα of a horse's bodyhave an excess of bloodX.

ShortDef

have over-much blood

Debugging

Headword:
ὑπεραιμέω
Headword (normalized):
ὑπεραιμέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραιμεω
IDX:
40845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40846
Key:
ὑπεραιμέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αιμέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αιμέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>αἷμα</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a horse's body</Indic><Tr>have an excess of blood</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑπεραιμέω'}