Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕπερ
ὑπέρᾱ
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
ὑπεραιωρέομαι
ὑπερακοντίζω
ὑπεράκρια
ὑπερακρίζω
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
View word page
ὑπερ-αιδέομαι
ὑπεραιδέομαιmid.contr.vb be too much in awe ofsomeonew.inf.to address himAR.

ShortDef

feel great shame before, stand in great awe of

Debugging

Headword:
ὑπεραιδέομαι
Headword (normalized):
ὑπεραιδέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραιδεομαι
IDX:
40844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40845
Key:
ὑπεραιδέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αιδέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αιδέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be too much in awe of</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.inf.</GLbl>to address him</Expl><Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραιδέομαι'}