Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεξελαύνω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχυτο
ὑπεξέχω
ὑπεξίσταμαι
ὑπέρ
ὕπερ
ὑπέρᾱ
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχῡ́νομαι
View word page
ὑπερ-αγανακτέω
ὑπεραγανακτέωcontr.vb be exceedingly annoyedw.gen.w. someonePl.w.dat.at sthg.Aeschin.

ShortDef

to be exceeding angry

Debugging

Headword:
ὑπεραγανακτέω
Headword (normalized):
ὑπεραγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραγανακτεω
IDX:
40838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40839
Key:
ὑπεραγανακτέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αγανακτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>αγανακτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be exceedingly annoyed</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. someone<Au>Pl.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>at sthg.<Au>Aeschin.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεραγανακτέω'}