Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεξειρύω
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχυτο
ὑπεξέχω
ὑπεξίσταμαι
ὑπέρ
ὕπερ
ὑπέρᾱ
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
ὑπέραισχρος
View word page
ὑπερ-άγαμαι
ὑπεράγαμαιmid.vbaor.pass.w.mid.sens.
ὑπερηγάσθην
be exceedingly impressedPl.

ShortDef

to be exceedingly pleased

Debugging

Headword:
ὑπεράγαμαι
Headword (normalized):
ὑπεράγαμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραγαμαι
IDX:
40837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40838
Key:
ὑπεράγαμαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-άγαμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>άγαμαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.pass.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>ὑπερηγάσθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be exceedingly impressed</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεράγαμαι'}