Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεξειρύομαι
ὑπεξειρύω
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχυτο
ὑπεξέχω
ὑπεξίσταμαι
ὑπέρ
ὕπερ
ὑπέρᾱ
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπερᾱής
ὑπέραι
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίρω
View word page
ὑπερ-αβέλτερος
ὑπεραβέλτεροςονadj of excuses and accusationsexceedingly sillyD.

ShortDef

above measure simple

Debugging

Headword:
ὑπεραβέλτερος
Headword (normalized):
ὑπεραβέλτερος
Headword (normalized/stripped):
υπεραβελτερος
IDX:
40836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40837
Key:
ὑπεραβέλτερος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-αβέλτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>αβέλτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of excuses and accusations</Indic><Tr>exceedingly silly</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπεραβέλτερος'}