Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξαφύομαι
ὑπεξέδῡν
ὑπέξειμι
ὑπεξειρύομαι
ὑπεξειρύω
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχυτο
ὑπεξέχω
ὑπεξίσταμαι
ὑπέρ
ὕπερ
ὑπέρᾱ
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγω
View word page
ὑπεξέχυτο
ὑπεξέχυτο
3sg.athem.aor.mid.
see
ὑπεκχέομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπεξέχυτο
Headword (normalized):
ὑπεξέχυτο
Headword (normalized/stripped):
υπεξεχυτο
IDX:
40830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40831
Key:
ὑπεξέχυτο
Data
{'headword_display': '<b>ὑπεξέχυτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑπεξέχυτο<LblR>3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπεκχέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπεξέχυτο'}