Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεξαλύσκω
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξαφύομαι
ὑπεξέδῡν
ὑπέξειμι
ὑπεξειρύομαι
ὑπεξειρύω
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχυτο
ὑπεξέχω
ὑπεξίσταμαι
ὑπέρ
ὕπερ
ὑπέρᾱ
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαμαι
View word page
ὑπεξ-ειρύω
ὑπεξειρύωIon.vbἐρύω drag to safetya corpseHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεξειρύω
Headword (normalized):
ὑπεξειρύω
Headword (normalized/stripped):
υπεξειρυω
IDX:
40827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40828
Key:
ὑπεξειρύω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεξ-ειρύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπεξ<hyph/>ειρύω</HL><PS>Ion.vb</PS><Ety><Ref>ἐρύω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>drag to safety</Tr><Obj>a corpse<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεξειρύω'}