Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπενδύομαι
ὑπένερθε(ν)
ὑπέξ
ὑπεξάγω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρέω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαλύσκω
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξαφύομαι
ὑπεξέδῡν
ὑπέξειμι
ὑπεξειρύομαι
ὑπεξειρύω
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέρχομαι
View word page
ὑπεξ-ανάγομαι
ὑπεξανάγομαιmid.vb of a shipsteal awayTh.

ShortDef

to put out to sea secretly

Debugging

Headword:
ὑπεξανάγομαι
Headword (normalized):
ὑπεξανάγομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεξαναγομαι
IDX:
40819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40820
Key:
ὑπεξανάγομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεξ-ανάγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπεξ<hyph/>ανάγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a ship</Indic><Tr>steal away</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεξανάγομαι'}