Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέλυντο
ὑπεμνᾱ́ασθε
ὑπέμνᾱσα
ὑπεμνήμῡκα
ὑπέμνησα
ὑπεναντιόομαι
ὑπεναντίος
ὑπεναντίωμα
ὑπεναντίωσις
ὑπενδίδωμι
ὑπένδῡμα
ὑπενδύομαι
ὑπένερθε(ν)
ὑπέξ
ὑπεξάγω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρέω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαλύσκω
ὑπεξαναβαίνω
View word page
ὑπένδῡμα
ὑπένδῡμαατοςnὑπενδύομαι undergarmentPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπένδῡμα
Headword (normalized):
ὑπένδῡμα
Headword (normalized/stripped):
υπενδυμα
IDX:
40808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40809
Key:
ὑπένδῡμα

Data

{'headword_display': '<b>ὑπένδῡμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπένδῡμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ὑπενδύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>undergarment</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπένδῡμα'}