Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεκθέω
ὑπεκκαίω
ὑπέκκαυμα
ὑπέκκειμαι
ὑπεκκλέπτομαι
ὑπεκκλῑ́νω
ὑπεκκομίζω
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλῡ́ω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολῡ́ω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρῑ́πτω
ὑπεκσαόω
ὑπεκσῴζω
View word page
ὑπεκ-πλέω
ὑπεκπλέωcontr.vbπλέω1 sail away covertlyto safetyPlu.

ShortDef

to sail out secretly

Debugging

Headword:
ὑπεκπλέω
Headword (normalized):
ὑπεκπλέω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπλεω
IDX:
40781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40782
Key:
ὑπεκπλέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεκ-πλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπεκ<hyph/>πλέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πλέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>sail away covertly<or/>to safety</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεκπλέω'}