Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεκδραμεῖν
ὑπεκδύομαι
ὑπεκεχύμην
ὑπεκθέω
ὑπεκκαίω
ὑπέκκαυμα
ὑπέκκειμαι
ὑπεκκλέπτομαι
ὑπεκκλῑ́νω
ὑπεκκομίζω
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλῡ́ω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολῡ́ω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
View word page
ὑπεκ-λαμβάνω
ὑπεκλαμβάνωvb takew.acc.someoneaway into safetyE.

ShortDef

to carry off underhand

Debugging

Headword:
ὑπεκλαμβάνω
Headword (normalized):
ὑπεκλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
υπεκλαμβανω
IDX:
40778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40779
Key:
ὑπεκλαμβάνω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεκ-λαμβάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπεκ<hyph/>λαμβάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>take<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>away into safety</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεκλαμβάνω'}