Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεκβαίνω
ὑπεκβάλλω
ὑπεκδιδρᾱ́σκω
ὑπεκδραμεῖν
ὑπεκδύομαι
ὑπεκεχύμην
ὑπεκθέω
ὑπεκκαίω
ὑπέκκαυμα
ὑπέκκειμαι
ὑπεκκλέπτομαι
ὑπεκκλῑ́νω
ὑπεκκομίζω
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλῡ́ω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολῡ́ω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
View word page
ὑπεκ-κλέπτομαι
ὑπεκκλέπτομαιpass.vbaor.2 ptcpl.
ὑπεκκλαπείς
of money be smuggled out for safetyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεκκλέπτομαι
Headword (normalized):
ὑπεκκλέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεκκλεπτομαι
IDX:
40775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40776
Key:
ὑπεκκλέπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεκ-κλέπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπεκ<hyph/>κλέπτομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2 ptcpl.</Lbl><Form>ὑπεκκλαπείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of money</Indic> <Tr>be smuggled out for safety</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεκκλέπτομαι'}