Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμποτάομαι
ἀμπρεύω
ἀμπταίην
ἀμπτυχή
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήρια
ἀμπύκωμα
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδαλίς
ἄμυγμα
ἀμυγμός
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
ἀμῡ́θητος
Ἀμύκλαι
Ἀμυκλαϊάζω
ἄμυλος
ἀμῡ́μων
View word page
ἀμυγδαλίς
ἀμυγδαλίςίδοςf almondPhilox.Leuc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμυγδαλίς
Headword (normalized):
ἀμυγδαλίς
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλις
IDX:
4076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4077
Key:
ἀμυγδαλίς

Data

{'headword_display': '<b>ἀμυγδαλίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμυγδαλίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>almond</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμυγδαλίς'}