Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέθηκα
ὑπειδόμην
ὑπείκω
ὕπειμι
ὕπειμι
ὕπειξις
ὑπείξομαι
ὑπεῖπον
ὑπείρ
ὑπειρέβαλον
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπείρω
ὑπείρω
ὑπείς
ὑπεισέρχομαι
ὑπέκ
ὑπεκβαίνω
ὑπεκβάλλω
ὑπεκδιδρᾱ́σκω
ὑπεκδραμεῖν
View word page
ὑπειρέχω
ὑπειρέχωep.vbseeὑπερέχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπειρέχω
Headword (normalized):
ὑπειρέχω
Headword (normalized/stripped):
υπειρεχω
IDX:
40758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40759
Key:
ὑπειρέχω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπειρέχω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπειρέχω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπερέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπειρέχω'}