Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπαυγάζω
ὑπαυλέω
ὕπαυλος
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρονέστερος
ὕπαφρος
ὔπεας
ὑπέᾱσι
ὑπέγγυος
ὑπέδδεισα
ὑπέδεκτο
ὑπέδῡν
ὑπέθηκα
ὑπειδόμην
ὑπείκω
ὕπειμι
ὕπειμι
ὕπειξις
ὑπείξομαι
ὑπεῖπον
ὑπείρ
View word page
ὑπέδεκτο
ὑπέδεκτοep.3sg.athem.aor.mid.seeὑποδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέδεκτο
Headword (normalized):
ὑπέδεκτο
Headword (normalized/stripped):
υπεδεκτο
IDX:
40746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40747
Key:
ὑπέδεκτο

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέδεκτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑπέδεκτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑποδέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπέδεκτο'}