Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμπνευμα
ἀμπνοᾱ́
ἀμπνῡ́θη
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
ἀμπρεύω
ἀμπταίην
ἀμπτυχή
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήρια
ἀμπύκωμα
ἄμπυξ
ἄμπωτις
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδαλίς
ἄμυγμα
ἀμυγμός
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμύητος
ἀμῡ́θητος
View word page
ἀμπύκωμα
ἀμπύκωμαατοςn headbandof a womanA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπύκωμα
Headword (normalized):
ἀμπύκωμα
Headword (normalized/stripped):
αμπυκωμα
IDX:
4072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4073
Key:
ἀμπύκωμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπύκωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπύκωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>headband<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπύκωμα'}