Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπανίσταμαι
ὑπανοίγνῡμι
ὕπαντα
ὑπαντάω
ὑπάντησις
ὑπαντιάζω
ὑπαξόνιος
ὑπαπειλέω
ὑπάπειμι
ὑπαποκῑνέω
ὑπαποτρέχω
ὑπάπτω
ὕπαρ
ὑπάργυρος
ὑπάρκτιος
ὕπαρνος
ὕπαρξις
ὑπαρπάζω
ὑπαρχή
ὕπαρχος
ὑπάρχω
View word page
ὑπ-αποτρέχω
ὑπαποτρέχωvb run furtively awayAr.

ShortDef

run away secretly, slip away

Debugging

Headword:
ὑπαποτρέχω
Headword (normalized):
ὑπαποτρέχω
Headword (normalized/stripped):
υπαποτρεχω
IDX:
40715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40716
Key:
ὑπαποτρέχω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπ-αποτρέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπ<hyph/>αποτρέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>run furtively away</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπαποτρέχω'}