Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπαισχῡ́νομαι
ὑπαίτιος
ὑπακουός
ὑπακούω
ὑπαλαζών
ὑπαλείφω
ὑπαλέομαι
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλάττω
ὑπάλληλος
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαμάω
ὑπαναγιγνώσκω
ὑπαναδύομαι
ὑπανακῑνέω
ὑπανᾱλίσκω
ὑπανάστασις
ὑπαναχωρέω
View word page
ὑπ-άλληλος
ὑπάλληλοςονadjἀλλήλους of thingssubordinate to one anotherArist.

ShortDef

subordinate, subaltern

Debugging

Headword:
ὑπάλληλος
Headword (normalized):
ὑπάλληλος
Headword (normalized/stripped):
υπαλληλος
IDX:
40690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40691
Key:
ὑπάλληλος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπ-άλληλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπ<hyph/>άλληλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀλλήλους</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>subordinate to one another</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπάλληλος'}