Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῡ̔ός
ὑοσκύαμος
ὐπά
ὑπάγγελος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγορεύω
ὑπάγω
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
ὐπαδεδρόμηκα
ὐπαδέω
ὑπᾴδω
ὐπάθῡμις
ὑπαί
ὑπαιδείδοικα
ὑπαιδέομαι
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
View word page
ὐπαδεδρόμηκα
ὐπαδεδρόμηκαAeol.pf.seeὑποδραμεῖν

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὐπαδεδρόμηκα
Headword (normalized):
ὐπαδεδρόμηκα
Headword (normalized/stripped):
υπαδεδρομηκα
IDX:
40666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40667
Key:
ὐπαδεδρόμηκα

Data

{'headword_display': '<b>ὐπαδεδρόμηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὐπαδεδρόμηκα<LblR>Aeol.pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑποδραμεῖν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὐπαδεδρόμηκα'}