Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῡ̔ληωρός
ῡ̔λικός
ῡ̔́λιμος
ῡ̔λοδρόμος
ῡ̔λόκομος
ῡ̔λοτομέω
ῡ̔λοτομίᾱ
ῡ̔λοτόμος
ῡ̔λουργός
ῡ̔λοφάγος
ῡ̔λοφορβός
ῡ̔λοφόρος
ῡ̔λώδης
ῡ̔λωρός
ὔμᾱλιξ
ὐμάρτη
ῡ̔μεῖς
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ῡ̔μές
ῡ̔μέτερος
View word page
ῡ̔λο-φορβός
ῡ̔λοφορβόςόνadjφέρβω of cattlescrub-grazingE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῡ̔λοφορβός
Headword (normalized):
ῡ̔λοφορβός
Headword (normalized/stripped):
υλοφορβος
IDX:
40620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40621
Key:
ῡ̔λοφορβός

Data

{'headword_display': '<b>ῡ̔λο-φορβός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ῡ̔λο<hyph/>φορβός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρβω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cattle</Indic><Tr>scrub-grazing</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ῡ̔λοφορβός'}