Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπηδάω
ἀμπίμπλημι
ἀμπίπτω
ἀμπισχνέομαι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακίᾱ
ἀμπλάκιον
ἀμπλέκω
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἀμπνοᾱ́
ἀμπνῡ́θη
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
ἀμπρεύω
ἀμπταίην
ἀμπτυχή
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήρια
View word page
ἀμπνείω
ἀμπνείωep.vbἀμπνέωdial.contr.vbseeἀναπνέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπνείω
Headword (normalized):
ἀμπνείω
Headword (normalized/stripped):
αμπνειω
IDX:
4061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4062
Key:
ἀμπνείω

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπνείω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμπνείω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><HG><HL>ἀμπνέω</HL><PS>dial.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναπνέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμπνείω'}