Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῡ̔λαῖος
ὑλακή
ῡ̔λακόμωρος
ὑλακτέω
ῡ̔λᾱτόμος
ὑλάω
ῡ̔́λη
ῡ̔λήεις
ῡ̔ληκοίτης
ῡ̔ληουργός
ῡ̔ληφόρος
ῡ̔ληωρός
ῡ̔λικός
ῡ̔́λιμος
ῡ̔λοδρόμος
ῡ̔λόκομος
ῡ̔λοτομέω
ῡ̔λοτομίᾱ
ῡ̔λοτόμος
ῡ̔λουργός
ῡ̔λοφάγος
View word page
ῡ̔λη-φόρος
ῡ̔ληφόροςουfφέρω woman who carries timbertimber-carrierAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῡ̔ληφόρος
Headword (normalized):
ῡ̔ληφόρος
Headword (normalized/stripped):
υληφορος
IDX:
40609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40610
Key:
ῡ̔ληφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ῡ̔λη-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ῡ̔λη<hyph/>φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>woman who carries timber</Def><Tr>timber-carrier</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ῡ̔ληφόρος'}