Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑλαγμός
ῡ̔λαγωγέω
ῡ̔λαῖος
ὑλακή
ῡ̔λακόμωρος
ὑλακτέω
ῡ̔λᾱτόμος
ὑλάω
ῡ̔́λη
ῡ̔λήεις
ῡ̔ληκοίτης
ῡ̔ληουργός
ῡ̔ληφόρος
ῡ̔ληωρός
ῡ̔λικός
ῡ̔́λιμος
ῡ̔λοδρόμος
ῡ̔λόκομος
ῡ̔λοτομέω
ῡ̔λοτομίᾱ
ῡ̔λοτόμος
View word page
ῡ̔λη-κοίτης
ῡ̔ληκοίτηςουmκοίτη one who has a sleeping-place in the woodswoodland-dwellerapp.ref. to a deerHes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῡ̔ληκοίτης
Headword (normalized):
ῡ̔ληκοίτης
Headword (normalized/stripped):
υληκοιτης
IDX:
40607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40608
Key:
ῡ̔ληκοίτης

Data

{'headword_display': '<b>ῡ̔λη-κοίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ῡ̔λη<hyph/>κοίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who has a sleeping-place in the woods</Def><Tr>woodland-dweller<Expl>app.ref. to a deer</Expl></Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ῡ̔ληκοίτης'}