Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἀμπίμπλημι
ἀμπίπτω
ἀμπισχνέομαι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακίᾱ
ἀμπλάκιον
ἀμπλέκω
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἀμπνοᾱ́
ἀμπνῡ́θη
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
ἀμπρεύω
View word page
ἀμπλάκημα
ἀμπλάκημα
alsoἀπλάκημα
ατοςn
mistake, wrong, offenceTrag.

ShortDef

an error, fault, offence

Debugging

Headword:
ἀμπλάκημα
Headword (normalized):
ἀμπλάκημα
Headword (normalized/stripped):
αμπλακημα
IDX:
4057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4058
Key:
ἀμπλάκημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπλάκημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπλάκημα</HL><DL><Lbl>also</Lbl><FmHL>ἀπλάκημα</FmHL></DL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>mistake, wrong, offence</Tr><Au>Trag.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπλάκημα'}