Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑδρομέλαθρος
ὑδροποσίᾱ
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόᾱ
ὑδρόρροια
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδωρ
ῡ̔εῖ
ὕειος
ῡ̔έοιν
ὕεσσι
ῡ̄̔έτιος
ῡ̔ετός
ὑηνέω
ὑηνίᾱ
ὑηνός
View word page
ὑδρωπικός
ὑδρωπικόςή όνadjὕδρωψ dropsy suffering from dropsyPlb. NT.

ShortDef

dropsical

Debugging

Headword:
ὑδρωπικός
Headword (normalized):
ὑδρωπικός
Headword (normalized/stripped):
υδρωπικος
IDX:
40570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40571
Key:
ὑδρωπικός

Data

{'headword_display': '<b>ὑδρωπικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑδρωπικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὕδρωψ</Ref> <ital>dropsy</ital></Ety></HG> <aS1><Tr>suffering from dropsy</Tr><Au>Plb. NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑδρωπικός'}