Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑδρίον
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδρομέλαθρος
ὑδροποσίᾱ
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόᾱ
ὑδρόρροια
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδωρ
ῡ̔εῖ
ὕειος
ῡ̔έοιν
ὕεσσι
ῡ̄̔έτιος
ῡ̔ετός
View word page
ὑδροφορέω
ὑδροφορέωcontr.vbὑδροφόρος of womenfetch waterX.

ShortDef

to carry water

Debugging

Headword:
ὑδροφορέω
Headword (normalized):
ὑδροφορέω
Headword (normalized/stripped):
υδροφορεω
IDX:
40567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40568
Key:
ὑδροφορέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑδροφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑδροφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὑδροφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of women</Indic><Tr>fetch water</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑδροφορέω'}