Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑδρήιον
ὑδρηλός
ῡ̔δρηνάμην
ὑδρίᾱ
ὑδριᾱφόρος
ὑδρίον
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδρομέλαθρος
ὑδροποσίᾱ
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόᾱ
ὑδρόρροια
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
ὕδωρ
ῡ̔εῖ
View word page
ὑδροποτέω
ὑδροποτέωcontr.vb drink only wateri.e. abstain fr. wineHdt. Pl. X.

ShortDef

to drink water

Debugging

Headword:
ὑδροποτέω
Headword (normalized):
ὑδροποτέω
Headword (normalized/stripped):
υδροποτεω
IDX:
40562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40563
Key:
ὑδροποτέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑδροποτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑδροποτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>drink only water<Expl>i.e. abstain fr. wine</Expl></Tr><Au>Hdt. Pl. X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑδροποτέω'}