Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑδρείᾱ
ὑδρεύω
ὑδρήιον
ὑδρηλός
ῡ̔δρηνάμην
ὑδρίᾱ
ὑδριᾱφόρος
ὑδρίον
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδρομέλαθρος
ὑδροποσίᾱ
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόᾱ
ὑδρόρροια
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρος
ὑδρόχυτος
ὑδρωπικός
View word page
ὑδρο-μέλαθρος
ὑδρομέλαθροςονadjμέλαθρον of fishhaving a home under waterwater-dwellingEmp.

ShortDef

dwelling in water

Debugging

Headword:
ὑδρομέλαθρος
Headword (normalized):
ὑδρομέλαθρος
Headword (normalized/stripped):
υδρομελαθρος
IDX:
40560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40561
Key:
ὑδρομέλαθρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑδρο-μέλαθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑδρο<hyph/>μέλαθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέλαθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fish</Indic><Def>having a home under water</Def><Tr>water-dwelling</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑδρομέλαθρος'}