Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑδραίνω
ὑδρείᾱ
ὑδρεύω
ὑδρήιον
ὑδρηλός
ῡ̔δρηνάμην
ὑδρίᾱ
ὑδριᾱφόρος
ὑδρίον
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδρομέλαθρος
ὑδροποσίᾱ
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόᾱ
ὑδρόρροια
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρος
ὑδρόχυτος
View word page
ὑδρόεις
ὑδρόειςεσσα ενadjof reedswell-wateredE.

ShortDef

fond of the water

Debugging

Headword:
ὑδρόεις
Headword (normalized):
ὑδρόεις
Headword (normalized/stripped):
υδροεις
IDX:
40559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40560
Key:
ὑδρόεις

Data

{'headword_display': '<b>ὑδρόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑδρόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of reeds</Indic><Tr>well-watered</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑδρόεις'}