Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑδραγωγίᾱ
ὑδραίνω
ὑδρείᾱ
ὑδρεύω
ὑδρήιον
ὑδρηλός
ῡ̔δρηνάμην
ὑδρίᾱ
ὑδριᾱφόρος
ὑδρίον
ὑδροειδής
ὑδρόεις
ὑδρομέλαθρος
ὑδροποσίᾱ
ὑδροποτέω
ὑδροπότης
ὑδρορρόᾱ
ὑδρόρροια
ὕδρος
ὑδροφορέω
ὑδροφόρος
View word page
ὑδρο-ειδής
ὑδροειδήςέςadjεἶδος1 of a river godin watery formE.

ShortDef

like water, watery

Debugging

Headword:
ὑδροειδής
Headword (normalized):
ὑδροειδής
Headword (normalized/stripped):
υδροειδης
IDX:
40558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40559
Key:
ὑδροειδής

Data

{'headword_display': '<b>ὑδρο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑδρο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river god</Indic><Tr>in watery form</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑδροειδής'}