Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
ἀμπέτομαι
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἀμπίμπλημι
ἀμπίπτω
ἀμπισχνέομαι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακίᾱ
ἀμπλάκιον
ἀμπλέκω
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
ἀμπνοᾱ́
ἀμπνῡ́θη
View word page
ἀμπισχνέομαι
ἀμπισχνέομαιmid.contr.vbreltd.ἀμπίσχω wrap oneself up in, weara cloakAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπισχνέομαι
Headword (normalized):
ἀμπισχνέομαι
Headword (normalized/stripped):
αμπισχνεομαι
IDX:
4054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4055
Key:
ἀμπισχνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπισχνέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀμπισχνέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀμπίσχω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>wrap oneself up in, wear</Tr><Obj>a cloak<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀμπισχνέομαι'}