Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑδαρής
ὑδατηγός
ῡ̔δάτινος
ὑδάτιον
ῡ̔δατόεις
ῡ̔δατοθρέμμων
ὕδατος
ὑδατοτρεφής
ὑδατώδης
ὕδει
ὑδερικός
ὕδερος
ὑδέω
ὕδιον
ὕδρᾱ
ὑδραγωγίᾱ
ὑδραίνω
ὑδρείᾱ
ὑδρεύω
ὑδρήιον
ὑδρηλός
View word page
ὑδερικός
ὑδερικόςή όνadjὕδεροςof an ailmentdropsicalPlu.

ShortDef

dropsical

Debugging

Headword:
ὑδερικός
Headword (normalized):
ὑδερικός
Headword (normalized/stripped):
υδερικος
IDX:
40543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40544
Key:
ὑδερικός

Data

{'headword_display': '<b>ὑδερικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑδερικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὕδερος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an ailment</Indic><Tr>dropsical</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑδερικός'}