Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑγροτροφικός
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδατηγός
ῡ̔δάτινος
ὑδάτιον
ῡ̔δατόεις
ῡ̔δατοθρέμμων
ὕδατος
ὑδατοτρεφής
ὑδατώδης
ὕδει
ὑδερικός
ὕδερος
ὑδέω
ὕδιον
ὕδρᾱ
ὑδραγωγίᾱ
ὑδραίνω
ὑδρείᾱ
ὑδρεύω
View word page
ὑδατώδης
ὑδατώδηςεςadj of icewatery, slushyTh.

ShortDef

watery

Debugging

Headword:
ὑδατώδης
Headword (normalized):
ὑδατώδης
Headword (normalized/stripped):
υδατωδης
IDX:
40541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40542
Key:
ὑδατώδης

Data

{'headword_display': '<b>ὑδατώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑδατώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of ice</Indic><Tr>watery, slushy</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑδατώδης'}