Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑγρότης
ὑγροτροφικός
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδατηγός
ῡ̔δάτινος
ὑδάτιον
ῡ̔δατόεις
ῡ̔δατοθρέμμων
ὕδατος
ὑδατοτρεφής
ὑδατώδης
ὕδει
ὑδερικός
ὕδερος
ὑδέω
ὕδιον
ὕδρᾱ
ὑδραγωγίᾱ
ὑδραίνω
ὑδρείᾱ
View word page
ὑδατο-τρεφής
ὑδατοτρεφήςέςadjτρέφω of treesnourished by waterOd.

ShortDef

growing in water

Debugging

Headword:
ὑδατοτρεφής
Headword (normalized):
ὑδατοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
υδατοτρεφης
IDX:
40540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40541
Key:
ὑδατοτρεφής

Data

{'headword_display': '<b>ὑδατο-τρεφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑδατο<hyph/>τρεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of trees</Indic><Tr>nourished by water</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑδατοτρεφής'}