Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγροβόλος
ὑγρομελής
ὑγρός
ὑγρότης
ὑγροτροφικός
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδατηγός
ῡ̔δάτινος
ὑδάτιον
ῡ̔δατόεις
ῡ̔δατοθρέμμων
ὕδατος
ὑδατοτρεφής
ὑδατώδης
ὕδει
ὑδερικός
ὕδερος
View word page
ὑδατ-ηγός
ὑδατηγόςοῦmἄγω appos.w. ἀνήρone who draws waterfr. a wellCall.

ShortDef

drawing water

Debugging

Headword:
ὑδατηγός
Headword (normalized):
ὑδατηγός
Headword (normalized/stripped):
υδατηγος
IDX:
40534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40535
Key:
ὑδατηγός

Data

{'headword_display': '<b>ὑδατ-ηγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑδατ<hyph/>ηγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>appos.w. <Ref>ἀνήρ</Ref></Indic><Tr>one who draws water<Expl>fr. a well</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑδατηγός'}