Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγροβόλος
ὑγρομελής
ὑγρός
ὑγρότης
ὑγροτροφικός
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδατηγός
ῡ̔δάτινος
ὑδάτιον
ῡ̔δατόεις
ῡ̔δατοθρέμμων
ὕδατος
ὑδατοτρεφής
ὑδατώδης
ὕδει
View word page
ὑγρώσσω
ὑγρώσσωvb of a spongebe wetA.

ShortDef

to make wet, moisten

Debugging

Headword:
ὑγρώσσω
Headword (normalized):
ὑγρώσσω
Headword (normalized/stripped):
υγρωσσω
IDX:
40532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40533
Key:
ὑγρώσσω

Data

{'headword_display': '<b>ὑγρώσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑγρώσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a sponge</Indic><Tr>be wet</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑγρώσσω'}