Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
ἀμπέτομαι
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἀμπίμπλημι
ἀμπίπτω
ἀμπισχνέομαι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακίᾱ
ἀμπλάκιον
ἀμπλέκω
ἀμπνείω
ἄμπνευμα
View word page
ἀμπίμπλημι
ἀμπίμπλημιep.vbἀμπίπλημιdial.vbseeἀναπίμπλημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπίμπλημι
Headword (normalized):
ἀμπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
αμπιμπλημι
IDX:
4052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4053
Key:
ἀμπίμπλημι

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπίμπλημι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμπίμπλημι</HL><PS>ep.vb</PS></HG><HG><HL>ἀμπίπλημι</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναπίμπλημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμπίμπλημι'}