Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγίανσις
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγροβόλος
ὑγρομελής
ὑγρός
ὑγρότης
ὑγροτροφικός
ὑγρώσσω
ὑδαρής
ὑδατηγός
ῡ̔δάτινος
ὑδάτιον
ῡ̔δατόεις
ῡ̔δατοθρέμμων
View word page
ὑγρο-μελής
ὑγρομελήςέςadjμέλος of a newborn haresoft-limbedX.

ShortDef

with supple, soft limbs

Debugging

Headword:
ὑγρομελής
Headword (normalized):
ὑγρομελής
Headword (normalized/stripped):
υγρομελης
IDX:
40528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40529
Key:
ὑγρομελής

Data

{'headword_display': '<b>ὑγρο-μελής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑγρο<hyph/>μελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a newborn hare</Indic><Tr>soft-limbed</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑγρομελής'}