Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑάλινος
ὕαλος
ὑββάλλω
ῡ̔βός
ὑβρίζω
ὕβρις
ὕβρισμα
ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὑβριστότατος
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγίανσις
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
ὑγιής
ὑγραίνω
ὑγροβόλος
View word page
ὑβριστότατος
ὑβριστότατοςsuperl.adjὑβριστότεροςcompar.adjseeὑβριστής

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑβριστότατος
Headword (normalized):
ὑβριστότατος
Headword (normalized/stripped):
υβριστοτατος
IDX:
40517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40518
Key:
ὑβριστότατος

Data

{'headword_display': '<b>ὑβριστότατος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑβριστότατος</HL><PS>superl.adj</PS></HG><HG><HL>ὑβριστότερος</HL><PS>compar.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑβριστής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑβριστότατος'}