Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑακινθινοβαφής
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑάλινος
ὕαλος
ὑββάλλω
ῡ̔βός
ὑβρίζω
ὕβρις
ὕβρισμα
ὑβριστέος
ὑβριστής
ὑβριστικός
ὑβριστότατος
ὑγιάζω
ὑγιαίνω
ὑγίανσις
ὑγίεια
ὑγιεινός
ὑγίεις
ὑγιηρός
View word page
ὑβριστέος
ὑβριστέοςᾱ ονvbl.adj of personsto be maltreatedD.

ShortDef

that may be insulted

Debugging

Headword:
ὑβριστέος
Headword (normalized):
ὑβριστέος
Headword (normalized/stripped):
υβριστεος
IDX:
40514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40515
Key:
ὑβριστέος

Data

{'headword_display': '<b>ὑβριστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑβριστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>to be maltreated</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑβριστέος'}