Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
ἀμπέτομαι
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἀμπίμπλημι
ἀμπίπτω
ἀμπισχνέομαι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακίᾱ
ἀμπλάκιον
View word page
ἀμπέχονον
ἀμπέχονονουnwrap, shawlof a womanTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπέχονον
Headword (normalized):
ἀμπέχονον
Headword (normalized/stripped):
αμπεχονον
IDX:
4049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4050
Key:
ἀμπέχονον

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπέχονον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπέχονον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>wrap, shawl<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπέχονον'}