Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
ἀμπέτομαι
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἀμπίμπλημι
ἀμπίπτω
ἀμπισχνέομαι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
View word page
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεφλασμένως
Lacon.masc.acc.pl.pf.mid.pass.ptcpl.
see
ἀναφλάομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμπεφλασμένως
Headword (normalized):
ἀμπεφλασμένως
Headword (normalized/stripped):
αμπεφλασμενως
IDX:
4047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4048
Key:
ἀμπεφλασμένως
Data
{'headword_display': '<b>ἀμπεφλασμένως</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀμπεφλασμένως<LblR>Lacon.masc.acc.pl.pf.mid.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναφλάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμπεφλασμένως'}