Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
ἀμπέτομαι
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
ἀμπίμπλημι
View word page
ἀμπέμπω
ἀμπέμπωdial.vbseeἀναπέμπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπέμπω
Headword (normalized):
ἀμπέμπω
Headword (normalized/stripped):
αμπεμπω
IDX:
4042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4043
Key:
ἀμπέμπω

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπέμπω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμπέμπω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναπέμπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμπέμπω'}