Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
ἀμπέτομαι
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
ἀμπηδάω
View word page
ἀμπελών
ἀμπελών
dial.ἀμπελεών
ῶνοςm
vineyardPl. Theoc. NT. Plu.

ShortDef

a vineyard

Debugging

Headword:
ἀμπελών
Headword (normalized):
ἀμπελών
Headword (normalized/stripped):
αμπελων
IDX:
4041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4042
Key:
ἀμπελών

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπελών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπελών</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>ἀμπελεών</FmHL></DL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>vineyard</Tr><Au>Pl. Theoc. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπελών'}