Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τυμβεύω
τυμβήρης
τύμβος
τυμβοχοέω
τυμβοχοή
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανισμός
τυμπανίστρια
τύμπανον
Τυνδάρεος
τῡ́νη
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύπανον
τυπή
τυπίς
τύπος
View word page
τυμπανίστρια
τυμπανίστριαᾱςf drummerref. to a woman who participates in orgiastic ritesD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τυμπανίστρια
Headword (normalized):
τυμπανίστρια
Headword (normalized/stripped):
τυμπανιστρια
IDX:
40418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40419
Key:
τυμπανίστρια

Data

{'headword_display': '<b>τυμπανίστρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τυμπανίστρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>drummer<Expl>ref. to a woman who participates in orgiastic rites</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τυμπανίστρια'}