Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τύμβος
τυμβοχοέω
τυμβοχοή
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανισμός
τυμπανίστρια
τύμπανον
Τυνδάρεος
τῡ́νη
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύπανον
τυπή
τυπίς
View word page
τυμπανισμός
τυμπανισμόςοῦmτύμπανον drum-beatingin orgiastic ritesAr.

ShortDef

beating of drums, drumming

Debugging

Headword:
τυμπανισμός
Headword (normalized):
τυμπανισμός
Headword (normalized/stripped):
τυμπανισμος
IDX:
40417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40418
Key:
τυμπανισμός

Data

{'headword_display': '<b>τυμπανισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τυμπανισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τύμπανον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>drum-beating<Expl>in orgiastic rites</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'τυμπανισμός'}