Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τύλος
τυλόω
τυλωτός
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τύμβος
τυμβοχοέω
τυμβοχοή
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανισμός
τυμπανίστρια
τύμπανον
Τυνδάρεος
τῡ́νη
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
View word page
τυμβό-χωστος
τυμβό-χωστοςονadjχωστός of a cave, in which a living person is to be immuredas a burial moundS.

ShortDef

heaped up into a cairn, high-heaped

Debugging

Headword:
τυμβόχωστος
Headword (normalized):
τυμβόχωστος
Headword (normalized/stripped):
τυμβοχωστος
IDX:
40414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40415
Key:
τυμβόχωστος

Data

{'headword_display': '<b>τυμβό-χωστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τυμβό-χωστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χωστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cave, in which a living person is to be immured</Indic><Tr>as a burial mound</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τυμβόχωστος'}