Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελόεις
ἄμπελος
ἀμπελοσκάφος
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
ἀμπελουργικός
ἀμπελουργός
ἀμπελών
ἀμπέμπω
ἀμπεπαλών
ἀμπετάννῡμι
ἀμπετής
ἀμπέτομαι
ἀμπεφλασμένως
ἀμπεχόνη
ἀμπέχονον
ἀμπέχω
View word page
ἀμπελουργός
ἀμπελουργόςοῦmἔργον vineyard worker, vine-dresserAr. NT.

ShortDef

a vine-dresser

Debugging

Headword:
ἀμπελουργός
Headword (normalized):
ἀμπελουργός
Headword (normalized/stripped):
αμπελουργος
IDX:
4040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4041
Key:
ἀμπελουργός

Data

{'headword_display': '<b>ἀμπελουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμπελουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>vineyard worker, vine-dresser</Tr><Au>Ar. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμπελουργός'}